επιδιορθωτικά

επιδιορθωτικά
τα плата за ремонт, починку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιδιορθωτικά" в других словарях:

  • επιδιορθωτικός — ή, ό (AM ἐπιδιορθωτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην επιδιόρθωση νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επιδιορθωτικά αμοιβή ή δαπάνη για επιδιόρθωση …   Dictionary of Greek

  • επιδιορθωτικός — ή, ό 1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιαστικά — φτιαστικά, τα και φτιαχτικά, τα η αμοιβή για το φτιάσιμο (βλ. λ.), τα έξοδα για την επιδιόρθωση, τα επιδιορθωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»